- σαραντίζω
- Ν [σαράντα](αμτβ.)1. συμπληρώνω σαράντα χρόνια, σαρανταρίζω, («σαράντισε ο μεγάλος γιος του»)2. (για λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες από την ημέρα τού τοκετού, οπότε και παίρνω ευχή καθαρισμού από τον ιερέα3. (για βρέφος) συμπληρώνω σαράντα μέρες από την γέννησή μου4. (για νεκρό) συμπληρώνω σαράντα μέρες από τον θάνατό μου.
Dictionary of Greek. 2013.