σαραντίζω

σαραντίζω
Ν [σαράντα]
(αμτβ.)
1. συμπληρώνω σαράντα χρόνια, σαρανταρίζω, («σαράντισε ο μεγάλος γιος του»)
2. (για λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες από την ημέρα τού τοκετού, οπότε και παίρνω ευχή καθαρισμού από τον ιερέα
3. (για βρέφος) συμπληρώνω σαράντα μέρες από την γέννησή μου
4. (για νεκρό) συμπληρώνω σαράντα μέρες από τον θάνατό μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαραντίζω — σαραντίζω, σαράντισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαραντίζω — σαράντισα 1. συμπληρώνω σαράντα μέρες: Σαράντισε το παιδί. – Δε σαράντισε ακόμη ο άντρας της, και αυτή πέταξε τα μαύρα. 2. κλείνω τα σαράντα χρόνια: Σαράντισε κι ακόμη μυαλό δεν έβαλε. 3. συμπληρώνω σαράντα μέρες από τότε που γέννησα: Η γυναίκα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαράντισμα — το, Ν [σαραντίζω] 1. το αποτέλεσμα τού σαραντίζω, η συμπλήρωση σαράντα ημερών από τοκετό ή από θάνατο 2. η τελετουργία και η ευχή καθαρισμού που δίνεται από ιερέα σε λεχώνα μετά την συμπλήρωση σαράντα ημερών από την ημέρα τού τοκετού …   Dictionary of Greek

  • σαράντιση — η, Ν [σαραντίζω] το σαράντισμα …   Dictionary of Greek

  • σαραντισμός — ο, Ν [σαραντίζω] 1. το σαράντισμα 2. φρ. «Ακολουθία σαραντισμού» σύντομη εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται μπροστά στις πύλες τού ναού σαράντα ημέρες μετά από τη γέννηση ενός βρέφους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”